-ούμενος

-ούμενος
κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε -έω και -όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε -ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος, δακτυλοδεικτούμενος, εχούμενος, καθούμενος, καλοδεχούμενος, καλοστεκούμενος, περισσευούμενος, πετούμενος, πρεπούμενος, τονούμενος, τρεχούμενος, χαρούμενος, χρειαζούμενος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εχούμενος — η, ο αυτός που έχει πολλά αγαθά, ο πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχω + κατάλ. ουμενος* (πρβλ. βρισκ ούμενος, πρεπ ούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • μελλούμενος — η, ο 1. μελλοντικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μελλούμενα αυτά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + κατάλ. ούμενος αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. χαρ ούμενος, χρειαζ ούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • στοχαζούμενος — η, ο, Ν 1. στοχαστικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) στοχαζούμενα με περίσκεψη, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοχάζομαι, κατά τις μτχ. σε ούμενος τών ρ. σε έω (πρβλ. χρειαζ ούμενος, τρεχ ούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • χαρούμενος — η, ο, Ν αυτός που χαίρεται, εύθυμος, γελαστός, κεφάτος. επίρρ... χαρούμενα με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού χαίρω (πρβλ. χαρά, χάρμα) + κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρ. ρ. (πρβλ. μελλ ούμενος, πετ ούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • χρειαζούμενος — η, ο, Ν 1. χρήσιμος, αναγκαίος 2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα χρειαζούμενα α) τα απαραίτητα για την επιτέλεση ενός έργου («προτού φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει μαζί σου όλα τα χρειαζούμενα») β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού …   Dictionary of Greek

  • πετούμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος («πουλί πετούμενο έγινε πια ο άνθρωπος) 2. το ουδ. ως ουσ. το πετούμενο το πτηνό, το πουλί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. πετώ σχηματισμένη με κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. μελλ ούμενος, πλε… …   Dictionary of Greek

  • στεκάμενος — και στεκούμενος, η, ο, Ν 1. αυτός που είναι ακίνητος, ακινητοποιημένος, στάσιμος («στεκάμενα νερά») 2. (κυρίως για ενήλικους) υγιής, γερός, εύρωστος («ο παππούς είναι στεκούμενος ακόμη») 3. φρ. «στα καλά στεκούμενα» στα καλά καθούμενα, ενώ όλα… …   Dictionary of Greek

  • τρεχούμενος — και τρεχάμενος, η, ο, Ν 1. (για υγρά) αυτός που ρέει («τρεχούμενο νερό») 2. φρ. α) «τρεχούμενος λογαριασμός» ο ανοιχτός λογαριασμός β) «τρεχούμενος λογαριασμός καταθέσεως» κατάθεση που μεταβιβάζεται με επιταγή, αποτελεί πιστωτικό χρήμα και… …   Dictionary of Greek

  • χαιρούμενος — η, ο, Ν χαρούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. χαίρω, σχηματισμένη με κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρ. ρ. (πρβλ. μελλ ούμενος, πετούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”